- τημελῶ
- τημελέωtake care ofpres subj act 1st sg (attic epic doric)τημελέωtake care ofpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… … Dictionary of Greek
τημέλεια — και τημελία, ἡ, Α επιμέλεια, φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελῶ (για άλλες απόψεις βλ. λ. τημελῶ)] … Dictionary of Greek
τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… … Dictionary of Greek
αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… … Dictionary of Greek
ατημέλητος — η, ο (AM ἀτημέλητος, ον) [τημελώ] μσν. νεοελλ. αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος αρχ. 1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς 2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος 3. νωθρός, αδιάφορος … Dictionary of Greek
ατημελής — ἀτημελής, ές (Α) [τημελώ] 1. παραμελημένος, απεριποίητος 2. αμελής, απρόσεκτος … Dictionary of Greek
τημελής — ές, ΜΑ επιμελής, προσεχτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ*] … Dictionary of Greek
τημελητής — ὁ, Α [τημελῶ] (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιμελητής» … Dictionary of Greek